Σύμφωνα με τον Χ. Κυριακίδη, η επανακατάληψη της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους τον Αύγουστο του 1922 είχε ως αποτέλεσμα την εκρίζωση από την περιοχή, μετά από χιλιάδες χρόνια παρουσίας, των ελληνικών πληθυσμών. Ο αντίκτυπος στην Κύπρο, που βρισκόταν υπό βρετανική κατοχή για περίοδο πέραν των 40 ετών, ήταν έντονος τόσο σε πολιτικό, όσο και σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Οι Έλληνες Κύπριοι, παρά τις δύσκολες οικονομικές τους συνθήκες, στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις τους πρόσφυγες που έφθαναν στο νησί, κατά εκατοντάδες, ιδιαιτέρως την περίοδο μεταξύ του φθινοπώρου του 1922 και του καλοκαιριού του επόμενου χρόνου, τόσο υλικά, όσο και ηθικά.
Οι Κύπριοι στήριξαν με διάφορες ενέργειες την Μικρασιατική Εκστρατεία. Πολλοί νέοι εκδήλωσαν την επιθυμία να καταταγούν ως εθελοντές στον ελληνικό στρατό. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ΄ και οι Έλληνες βουλευτές, με επιστολή τους προς τον Μέγα Αρμοστή, του ζητούσαν να επιτρέψει την «ἐγγραφὴν καὶ τὴν ἀναχώρησιν Κυπρίων ἐθελοντῶν, οἵτινες θὰ ὑπηρετήσουν κοινὸν τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν Συμμάχων ἀγώνα ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ». Ο Αρμοστής τους ενημέρωσε, όπως έκανε και σε αντίστοιχα αιτήματα στο παρελθόν, ότι επιτρεπόταν η στρατολόγηση μόνο στους Έλληνες υπηκόους, φοβούμενος καιτην αντίδραση των Τούρκων κατοίκων του νησιού.
Η απαγόρευση στρατολόγησης οδήγησε τους Έλληνες Κύπριους σε μια άλλη μορφή προσφοράς προς τη μαχόμενη Ελλάδα, τη συγκέντρωση χρημάτων μέσω εράνων και την αποστολή τους στην Αθήνα. Τον Απρίλιο του 1921 με εγκύκλιό τουο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος καλούσε τις εκκλησιαστικές και σχολικές επιτροπές, με επικεφαλής τους ιερείς και δασκάλους κάθε ενορίας και χωριού, να συγκεντρώσουν εισφορές υπέρ των χηρών και ορφανών του πολέμου.
Επιπλέον, στις πόλεις του νησιού δημιουργήθηκαν επιτροπές, οι οποίες, υπό την καθοδήγηση των διδασκαλισσών των Παρθεναγωγείων, είχαν ως στόχο τη συγκέντρωση μάλλινων ειδών και χρημάτων για τον ελληνικό στρατό. Η προσπάθεια αυτή είχε μεγάλη επιτυχία, αφού καθ’ όλην τη διάρκεια του χειμώνα μεγάλες ποσότητες μάλλινων ειδών και χρημάτων αποστάλησαν στην Ελλάδα.
Οι πρώτες αναφορές στις εφημερίδες για πιθανή κάθοδο προσφύγων στην Κύπρο από τη Μικρά Ασία εμφανίσθηκαν στις αρχές Νοεμβρίου του 1921 μέσω πληροφοριών που λήφθηκαν από καπετάνιο ατμόπλοιου, που αφίχθηκε από την Αλεξανδρέττα. Οι πρώτοι πρόσφυγες από την Κιλικία έφθασαν στα μέσα Νοεμβρίου 1921 με το ταχυδρομικό ατμόπλοιο και με άλλα ελληνικής, γαλλικής και ιταλικής σημαίας πλοία. Σχεδόν στο σύνολό τους όμως, στην πλειονότητά τους Αρμένιοι, αναχώρησαν αμέσως για τη Βηρυτό και το Κάιρο, αφού δεν τους επιτράπηκε η αποβίβαση απότους Βρετανούς.
Ήδη από τα μέσα του Αυγούστου του 1922 άρχισαν να εμφανίζονται στον Τύπο της εποχής ανταποκρίσεις και άρθρα σχετικά με την τραγωδία που εξελισσόταν στα μικρασιατικά παράλια.25 Τη σοβαρότητα της κατάστασης άρχισε να τη συνειδητοποιεί ο κυπριακός λαός, όταν τα πρώτα πλοία με τους πρόσφυγες από τη Σμύρνη έφτασαν στα λιμάνια του νησιού. Οι πληροφορίες από τη Μικρά Ασία σχετικά με τη βίαιη εγκατάλειψή της από τους κατοίκους της και την αναζήτηση τόπων εγκατάστασής τους, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος, έθεσαν σε εγρήγορση τόσο τον τύπο, όσο και τις Επαρχιακές Ερανικές Επιτροπές. Οι εφημερίδες της εποχής, πέραν της καταγραφής των ατμόπλοιων με τους αριθμούς των προσφύγων που κατέφθαναν στα λιμάνια της Κύπρου, με άρθρα καλούσαν τον κυπριακό λαό να βοηθήσει οικονομικά την Ελλάδα.
Ήδη, έως τα μέσα Οκτωβρίου 1922, στην επαρχία Λάρνακας, μια από τις επιτροπές εράνου επισκέφθηκε, εκτός της πόλης της Λάρνακας, όπου μάζεψε πέραν των 43 λιρών σε χρήματα και 300 λιρών (!) διάφορα είδη, άλλα 23 χωριά και κωμοπόλεις, όπου, με τη βοήθεια των ιερέων και των δασκάλων, μαζεύτηκε ένα ποσό περίπου 260 λιρών και διάφορα είδη αξίας 130 λιρών. Παρόμοιες εξορμήσεις γίνονταν και από άλλες υποεπιτροπές στις υπόλοιπες επαρ-χίες, όπως η επίσκεψη δύο επιτροπών στα κρασοχώρια της Λεμεσού, σε διάφορα χωριά της Κερύνειας, ενώ στη Λευκωσία, μόνο από δωρεές της Μονής Κύκκου και των κατοίκων της πρωτεύουσας, μαζεύτηκαν 400 λίρες. Στην επαρχία Πάφου, τη διενέργεια εράνων ανέλαβαν κυρίως οι γυναίκες της Φιλοπτώχου Αδελφότητος και το Προσκοπικό Σώμα, που περιόδευαν στα χωριά της επαρχίας συλλέγοντας ποσά χρημάτων και διάφορα είδη, που επίσης δημοσιεύονταν στον τοπικό κυρίως Τύπο. Το ποσόν αυτό διαμοιράσθηκε στην Αθήνα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών της ελληνικής κυβέρνησης, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ ένα ποσοστό κρατήθηκε στην Κύπρο για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στο νησί.
Σύντομα, έκαναν την εμφάνισή τους στήλες στις εφημερίδες, που παρουσίαζαν τα συλλεγέντα χρήματα, αλλά και δωρεές σε είδη από τα διάφορα χωριά, προκαλώντας έτσι, ένα, τρόπο τινά, ανταγωνισμό ανάμεσα στους κατοίκους για το χωριό, που θα πρόσφερε τα περισσότερα. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι οι φτωχοί χωρικοί, με κάθε τρόπο, προσπαθούσαν να αυξήσουν το ποσό, είτε προσφέροντας είδη που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους πρόσφυγες, όπως υφάσματα, αλλά και σταφίδες, είτε εκποιώντας προϊόντα τους, κυρίως σιτηρά. Πέραν όμως των χρηματικών εισφορών, αρκετές ήταν οι περιπτώσεις ατόμων που έδιναν και αντικείμενα αξίας, όπως δακτυλίδια, χρυσές καρφίτσες κλπ.
Η προσφορά προς τους πρόσφυγες δεν ήταν μόνο χρηματική, αλλά ποικιλότροπη. Συχνές ήταν οι προμήθειες τροφίμων προς τους πρόσφυγες, που προσέγγιζαν τα λιμάνια της Κύπρου και στους οποίους οι Βρετανοί απαγόρευαν την παραμονή, αλλά και η αποστολή τροφίμων και ενδυμάτων προς τους πρόσφυγες που βρίσκονταν στο λοιμοκαθαρτήριο. Επιπλέον, ο Ηγούμενος Κύκκου Κλεόπας παρέθεσε γεύμα σε ομάδες προσφύγων στα Λοιμοκαθαρτήρια Λάρνακας και Δεκέλειας, γεγονός που θα αναθάρρησε σε κάποιο βαθμό τους λαβωμένους ψυχολογικά από τον πόλεμο πρόσφυγες.
Τέλος, μια σημαντική παράμετρος προσφοράς προς τους πρόσφυγες ήταν καιη εύκολη ενσωμάτωσή τους από την κυπριακή κοινωνία. Οι ίδιες οι Επιτροπές Προσφύγων με αγγελίες τους στον Τύπο ζητούσαν εργασία για τους πρόσφυγες, αναφέροντας και τα προσόντα των υποψηφίων. Επιπλέον, εντοπίζονται αγγελίες για παροχή κυρίως υπηρεσιών, τόσο από Κύπριους πρόσφυγες, όπως ο γνωστός γλύπτης Ανδρέας Θυμόπουλος όσο και από Έλληνες και ξένους. Επιπλέον, σε κάποιες περιπτώσεις, οι εμπειρότεροι των προσφύγων κατάφερναν να επαναδραστηριοποιηθούν στους τομείς που δρούσαν και στη Μικρά Ασία. Ιδιαίτερα επιτυχημένη, σύμφωνα με την εφημερίδα Νέον Έθνος, ήταν και η πρόσληψη από την Εκπαιδευτική Εφορεία Λάρνακας του μικρασιάτη πρόσφυγα C.F. Barkshire, ως καθηγητή και επόπτη των εμπορικών μαθημάτων στο Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο. Όσο αξιοσημείωτη όμως ήταν η ενέργεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορικής Τράπεζας, η οποία ενημέρωνε ότι όσοι υπάλληλοί της στην Κύπρο είχαν μικρήπροϋπηρεσία θα απολύονταν και στη θέση τους θα προσλαμβάνονταν παλαιότεροι υπάλληλοι των κλάδων της Μικράς Ασίας, άλλο τόσο αξιοσημείωτη ήταν και η ελάχιστη αντίδραση από τους Κύπριους, κατανοώντας τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες.
Το μέγεθος της προσφοράς των Κυπρίων εκτιμήθηκε από τους πρόσφυγες, οι οποίοι, ήδη από τις πρώτες βδομάδες στην Κύπρο, ένιωσαν την ανάγκη να τους ευχαριστήσουν για τη «συνδρομήν και προστασίαν» που τους παρείχαν είτε για την εγκατάστασή τους στο νησί, είτε κατά την περίοδο που παρέμεναν υποχρεωτικά στο λοιμοκαθαρτήριο.
Οι έρανοι συνεχίσθηκαν έως και το τέλος του καλοκαιριού του 1923. Από τα στοιχεία που εντοπίσθηκαν συμπεραίνεται ότι συγκεντρώθηκε ένα ποσόν μεγαλύτερο των 10-12 χιλιάδων λιρών, το οποίο χρησιμοποιήθηκε τόσο για την περίθαλψη των προσφύγων στην Κύπρο και την ιατροφαρμακευτική τους στήριξη, όσο και τη φροντίδα αυτών που βρίσκονταν στο λοιμοκαθαρτήριο, ή σε πλοία που προσήγγισαν το νησί και δεν τους επιτράπηκε η αποβίβαση. Επίσης ένα ποσοστό των χρημάτων αυτών στάληκε στην Αθήνα για τη φροντίδα των εκτοπισθέντων στο ελληνικό κράτος. Όπως διαπιστώνεται, η επιτυχία των εράνων εξαρτάτο από την εργασία που επιτελούσαν οι επαρχιακές ερανικές επιτροπές, αφού στις επαρχίες Λάρνακας, Λεμεσού και Λευκωσίας τα χρήματα που μαζεύτηκαν ήταν περισσότερα, σε σύγκριση με τις άλλες επαρχίες. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και το γεγονός ότι, τόσο οι δύο παράλιες πόλεις, όσο και η Λευκωσία, η πρωτεύουσα του νησιού, βίωναν το δράμα των προσφύγων, είτε στα λοιμοκαθαρτήρια, είτε στα λιμάνια, αναμένοντας, άνευ αποτελέσματος, την αποβίβασή τους.
Τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του νησιού, ελέω και του μεταπολεμικού κλίματος που επικρατούσε, επηρέασε και το συνολικό ποσόν των εισφορών. Παρόλα αυτά, μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι οι Έλληνες της Κύπρου εκπλήρωσαν το εθνικό και φιλανθρωπικό τους καθήκον απέναντι στους πρόσφυγες με μεγάλη επιτυχία.
Χρίστος Κ. Κυριακίδης, “Καθήκον εθνικόν και φιλανθρωπικόν»: οι προσπάθειες των Ελλήνων Κυπρίων για αλληλεγγύη στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας”, Χαράλαμπος Χοτζάκογλου (επ.), «Κύπρος-Μικρασία, Κοιτίδες πολιτισμού». Πρακτικά Α΄ Επιστημονικού συμποσίου, Λευκωσία 2015, 107-118
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου